- υπεργονίδιο
- το, Νβιολ. τμήμα τού δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος ενός χρωματοσώματος, το οποίο περιέχει έναν αριθμό στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους γονιδίων που καθορίζουν διαφορετικές όψεις ενός και μόνον χαρακτηριστικού ή επηρεάζουν μια σειρά αλληλοσυνδεόμενων χαρακτηριστικών και τείνουν να δρουν ως ενιαία λειτουργική μονάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. supergene < super- (< υπερ-*) + gene (< γένος)].
Dictionary of Greek. 2013.